γερογάιˬδαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερογάιˬδαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερογάιˬδαρος ὁ, πολλαχ. γιρουγάιˬδαρους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γερογάδαρος Ἀστυπ. Σίφν. γερογάαρος Κύπρ. (Δαλ.) γεροντογάιˬδαρος ἐνιαχ. γεροdογάιˬδαρος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γεροdογάδαρος Ἴος γιρουντουγάιˬδαρους ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ’εροdοάδαρος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέρος. παρ’ ὃ καὶ γέροντας, καὶ τοῦ οὐσ. γάιˬδαρος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. Ὄνος μεγάλης ἡλικίας πολλαχ. Βρίσκει ἕναν ἄλλο νοικοκύρη κιˬ ἀγοράζει ἕνα γερογάδαρο ἑκατὸ χρονῶ Ἀστυπ. Καβαλλίκα τοὺ γιρουγάιˬδαρου κὶ βάρ’ νὰ φτάῃς γρήγουρα Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐροdοάδαρος εἶναι κ’ ἔχει κιˬ ἀκριβὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τσουνᾷ σὰ dὸ γεροdογάδαρο Ἴος Συζήτα συζήτα, ἐβαρυχῆκαν τζαὶ τίποτ’ ’ὲν ἐκάμαν. Ἔνας γερογάαρολ-λαλεῖ τους (ἐβαρυχῆκαν = ἐβαρύνθησαν, ἐκουράσθησαν. ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Καὶ δὲν φαίνεται ἄν πεθάνῃ τώρα, μήτε ἂν ζῇ ὁ γερογάιˬδαρος Γ.Βλαχογιάνν., Λόγοι κι ἀντίλ. 57 || Παροιμ. Ὁ γερογάδαρος σπᾷ τὸ σαμάρι (ἐπὶ γερόντων εὐερεθίστων καὶ πεισμόνων) Σίφν. || Γνωμ. Δαμάλιν ’ποὺ δαμάλιν τζαὶ πουλάριν ’ποὺ γερογαάραν (ἤτοι διὰ τὴν καλὴν ἀναπαραγωγὴν τῶν βοῶν πρέπει ὀ ἐπιβήτωρ βοῦς νὰ εἶναι νεαρός, διὰ δὲ τὴν τῶν ὄνων πρέπει ἡ ὄνος νὰ εἶναι ἡλικιωμένη ) Κύπρ. Β) Μετάφ. Γέρων ἀναιδὴς, αἰσχρὸς καὶ ἀνὴθικος πολλαχ. Βρέ, τὸ γερογάιˬδαρο! δὲ dρέπεται νὰ κυνηγᾷ τὶ’ γυναῖκες Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Καημένε ᾿εροdοάδαρε καὶ δὲ dρέπεσαι πλιˬὰ νὰ κάνῃς εὐτὰ bοὺ κάνεις; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μ’ αὐτὸν τοὺ γιρουγάιδαρου κά’ς παρέα; Εὔβ. (Ἄκρ.) || Φρ. Φτοῦ’ σου, γερογάιˬδαρε! (ὕβρις) πολλαχ. Συνών Παλιˬογάιˬδαρος, παλιˬογαιˬδούρι. β) Ὑβριστικῶς, παῖς προκεχωρημένης ἡλικίας καὶ μεγάλης σωματικῆς ἀναπτύξεως Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA