γερόγαττος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερόγαττος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γερόγαττος ὁ, ἀμάρτ. γιρόγαττους Στερελλ. (Ἀχυρ.) γερόκατ-τος Κύπρ. - Δ.Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 2, 102 γερογάττος Κεφαλλ. γιρουγάττους Στερελλ. (Ἀχυρ.) γεροκάττης Κρὴτ. γεροdόγαττος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γέρος, παρ’ ὃ καὶ γέροντας, καὶ γάττος, παρ᾽ ὅ καὶ κάττος.

Σημασιολογία

Γάττος μεγάλης ἡλικίας ἔνθ’ ἀν.: Τί τόνε θέεις τὸ γεροdόγαττο καὶ τόνε ποτίζεις γάλα, ἄφησό τονε νὰ ψοφήσῃ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Θωρεῖ ἕνα γερόκαττον ὥς τσεῖ πάνω μάλλουρον (μάλλουρον = μαλλιαρὸν) Κύπρ. Ξέρ’ς τί γιρόγαττους εἶν’ αὐτός; (ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος σεξουαλικὴν ἀντοχὴν) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Παροιμ. Τοῦ γερόκαττον ἀρέσκουν του τὰ τρυφερὰ ποντίκια (ἐπὶ γερόντων ἐπιδιωκόντων ἐρωτικὰς σχέσεις μετὰ κορασίδων, νεαρῶν γυναικῶν) Κύπρ. Οὑ γιρογάττους τρυφιρὰ ποντίκιˬα θέ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ὁ γερογάττος ἀγαπᾷ τὰ ποdικάκιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κεφαλλ. Ὅταν λείπῃ ὀ γεροκάττης, ὅλοι οἱ ποdικοὶ χορεύουν (ἐπὶ ἀταξίας ἤ ἀκοσμίας προκαλουμένης ἐκ τῆς ἀπουσίας τοῦ πατρός, διδασκάλου καὶ γενικῶς τοῦ προϊσταμένου) Κρὴτ. || Ποίημ. Ντὰ τοῦ γερόκαττου τσαί πάλε τρυφερὰ ἀρέσκει του νὰ τρώῃ ποντικούδκιˬα Δ.Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/