γεροδάσκαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροδάσκαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροδάσκαλος ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γέρος καὶ δάσκαλος.
Σημασιολογία
Διδάσκαλος γηραιός, μεγάλος τὴν ἡλικίαν πολλαχ.: Σὲ λίγο καθήσανε ὅλοι χάμου καὶ ἕνας γεροδάσκαλος μὲ ἄσπρα γενάκιˬα ἀνέλαβε χρέη προέδρου Πελοπν. (Βούρβουρ.) Σηκώθηκε καμαρωτός, χαιρέτησε μὲ ὕφος κἀνενοῦ γεροδασκάλου, κωμικώτερος κιˬ ἀπ’ ὅ,τι ἤθελε κιˬ ὁ ἴδιος νὰ φανῇ καὶ πῆρε τὴ φευγάλα του Γ.Βλαχογιάνν., Ν. Ἑστ. 17 (1935), 123.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA