βραγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βραγιˬὰ ἡ, πολλαχ. καὶ Τσακων. βραγία Εὔβ. (Αὐλωνάρ κ. ἀ.) Κεφαλλ. Κέως Κύμ. Σύμ. βραγέα Μέγαρ. ἀβραγιˬὰ Ἀττικ. Εὔβ. (Μετόχ. κ. ἀ.) Θεσσ. (Καρδίτσ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Βλάστ. Βελβ. Καταφύγ.) Σάμ. Σκίαθ. Σκῦρ. Στερελλ. (Λοκρ.) - ΚΧατζοπ. Ἀγάπ. 12. βραιˬὰ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀβραιˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ.) Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ.) Στερελλ. (Ἀγρίν.) ἀβριγιˬὰ ἀγν. τόπ. βραγνιὰ Ἄνδρ. (Γαύρ.) ὀβραγιˬὰ Μακεδ. (Ἀνασελ.) ὀβράγιˬα Μακεδ. (Ἀνασελ.) σβραγιˬὰ Πελοπν. (Μάν.) φραγιˬὰ Πελοπν. (Μάν.) βραγὸς ὁ, Πελοπν. (Γελίν.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Κατὰ GMeyer Neugr. Stud. 4,20 ἐκ. τοῦ μεσν. Λατιν. bradia.
Σημασιολογία
1) Πρασιὰ κήπου πολλαχ. : Τὸ περιβόλι μου ἔχει τόσες βραγιˬὲς Λευκ. Ἔβαλε τρεῖς βραγιˬὲς μελιτσάνες καὶ τρεῖς βραγιˬὲς ντομάτες Εὔβ. (Κουρ.) Ἔχει ᾽ς τὸ χωράφι του δυˬὸ βραγιˬὲς κρομμύδιˬα Κύθν. Τὸ χώρισε τὸ περιβόλι βραγιˬὲς βραγιˬὲς Ἰθάκ. Ἔκαμε τὸν τσῆπο βραγιˬὲς βραγιˬὲς τσαὶ θά φυτέψῃ κρεμμύδιˬα, σκόρδα, κουτσία, ἀγκινάρες τσαὶ ἄνηθο Μέγαρ. Ἄνθη κάθε λογῆς στολίζαν τοὶς βραγιˬὲς καὶ τοὺς φράχτες ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 74 || Φρ. Σηκώνω ἀβραὲς (κατασκευάζω πρασιὰς ἐν τῷ φυτωρίῳ) Ἀγρίν. Μιˬὰ βραγιˬὰ τόπος (ἐλάχιστος χῶρος) Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Σὲ μιˬὰ βραγιˬὰ ξεχωριστὴ νὰ πέφτῃς νὰ κοιμᾶσαι, νὰ πέφτῃς νὰ μυρίζεσαι καὶ μένα νὰ θυμᾶσαι Ζάκ. 2) Τὸ ποσὸν τῶν φυτῶν τὸ περιλαμβανόμενον ἐν μιᾷ πρασιᾷ Κερκ. (Ἀργυρᾶδ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν. κ. ἀ.) Σκῦρ. κ. ἀ. : Ἔχομε δυˬὸ φραγιˬὲς λάχανα ᾿ς τὸ gῆπο Μάν. || ᾌσμ. Βασιλικὸ βραγιˬὲς βραγιˬὲς νὰ δένῃς τ᾽ ἄλογό σου καὶ μιˬὰ βραγιˬά, καλὴ βραγιˬά, γιˬὰ νὰ κοιμᾶσαι ἀτός σου Πελοπν. Βασιλικὸ βραγιˬὲς βραγιˬὲς νὰ στρώνῃς νὰ τσοιμᾶσαι, νὰ κόβγῃς νὰ μερίζεσαι ταὶ μένα νὰ θυμᾶσαι Μέγαρ. 3) Φυτώριον Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Ἀνασελ. Βελβ. Καταφύγ.) Πβ. βραγώνι 3. 4) Κῆπος ἀρδευτός, λαχανόκηπος Κέως Κεφαλλ. Σέριφ. Τσακων. β) Ἀρδευόμενος ἀγρὸς Πάρ. κ. ἀ. Συνών. ποτιστικὸ (ἰδ. ποτιστικός), ἀντίθ. ξερικὸ (ἰδ. ξερικός). 5) Πρασίνη ἐπιφάνεια ἕλους Τῆν. 6) Τεμάχιον ἀροσίμου γῆς ἐπὶ ἐπικλινοῦς ἐδάφους ὑποστηριζόμενον διὰ τοιχίσκου ἐκ λίθων Σάμ. κ.ἀ. Συνών. πεζούλλα, πεζούλλι. 7) Τὸ περιέχον τὴν πρασιὰν μικρὸν ἐκ χώματος φράγμα Λεξ. Βλαστ. 293. 8) Τὸ ἀνάλημμα τὸ χωρίζον δύο ἀνισοϋψῆ χωράφια Πελοπν. (Γελίν.) Συνών. βραγώνι 4. 9) Τάφρος ἀμπέλου Ἀττικ. Εὔβ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θρᾴκ (Κομοτ.) Σέριφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA