ἀναπαραδιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαραδιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναπαραδιˬὰ ἡ, ἀναπαραδία Ζάκ. Ποντ. (Κερασ.) ἀναπαραδίγια Ποντ (Κεράσ.) ἀναπαραδιˬὰ κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀνα-, δι' ὃ ἰδ. ἀ- 1 δ, καὶ τοῦ παρᾶδες πληθ. τοῦ οὐσ. παρᾶς.
Σημασιολογία
Ἔλλειψις, στέρησις χρημάτων ἔνθ’ ἀν.: Εχω ἀναπαραδιˬὰ κοιν. ‖ Φρ. Αὐτὸς εἶναι ἀναπαραδιˬὰ καί τὸ μέγα ἔλεος (ἐπὶ τοῦ τελείως στερουμένου χρημάτων) Ἤπ. ‖ ᾎσμ. Ὅλα τὰ ντέρτιˬα ντέρτιˬα ΄ναι κιˬ ὅλ᾿ οἱ καηˬμοὶ καηˬμοί ’ναι, μα σαν την ἀναπαραδιˬὰ ἄλλος καηˬμος δεν εἷναι πολλαχ. Συνών. ἀδεκαρία, ἀναργυρία, ἀνασπριˬά, ἀπενταρία, ἀψιλία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA