ἀχαρία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχαρία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀχαρία ἡ, Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀχαριˬὰ Ἤπ. Κέρκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄχαρος (Ι).

Σημασιολογία

1) Ἔλλειψις χαρᾶς Ἤπ. β) Δυστυχία Κέρκ. 2) ᾽Αποστροφὴ ἀπὸ διασκέδασιν Κέρκ. 3) Τόπος ἄτερπνος Κέρκ.: ’Εδῶ εἶναι ἀχαριˬά. 4) ᾿Αδυναμία σωματικὴ Ἤπ. 5) Αποκάρωσις, λήθαργος Καλαβρ. (Μπόβ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/