βραγώνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραγώνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραγώνι τό, Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. Ὄρ.) Σύμ. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βραγιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ώνι.

Σημασιολογία

1) Βραγίδι, ὃ ἰδ., Λεξ. Ἐλευθερουδ. 2) Πρασιὰ Λεξ. Δημητρ. 3) Φυτώριον αὐλακωμένον Σύμ. Πβ. βραγιˬὰ 3. 4) Τὸ μεταξὺ δύο πρασιῶν προέχον χῶμα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κουρ. Ὄρ.). Συνών. βραγιˬὰ 8. β) Τὸ ἀραιὸν καὶ βαθὺ διβώλισμα ὠργωμένου ἀγροῦ Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) 5) Ἔκτασις καλλιεργούμενη κατὰ πρασιὰς Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/