βραγωνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραγωνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βραγωνιˬάζω ἀμάρτ. βραγουνιˬάζου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βραγώνι.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τὰ βραγώνιˬα εἰς τὰς πρασιὰς. 2) Διβωλίζω βαθέως καὶ ἀραιῶς ὠργωμένον ἀγρόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/