ἀναπάρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπάρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναπάρωμα τό, Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Μαν Τρίπ. κ. ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπαρώνω.

Σημασιολογία

1) Διευθέτησις, τακτοποίησις ἔνθ’ ἀν. : Τὸ ἀναπάρωμα τοῦ σπιτιˬοῦ Μαν. Συνων. ἀναμάζωμα 3, συγύρισμα 2) Ἐνταφιασμὸς Κύθηρ. Συνών. θάψιμο, κηδεία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/