ἀναπαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπαρώνω Κρήτ. Πελοπν. (Βουρβουρ Δημητσάν. Λακων. Μαν. Τρίπ.) ἀναπαρούνω Πελοπν.(Λακων.) ἀναπαρούνου Πελοπν. (Μαν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. παρώνω.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ πραγμάτων κινητῶν, τοποθετῶ ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ Πελοπν.(Τρίπ.): Πᾶρε το κιˬ ἀναπάρωσέ το. Ν ’ ἀναπαρώνῃς τὰ πράματά σου. 2) Διευθετῶ, τακτοποιῶ Κρήτ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων. Μαν) : Ἀναπαρώνω τὸ σπίτι Λάκων. Μαν. ᾿Αναπάρωσαν τὰ σύνεργά τους σὲ μιˬὰ ἀgωνῆ Κρήτ. Ν’ ἀναπαρώσῃς τὴ στάχτη νὰ μήν τύχῃ κ᾽ εἶν᾿ ξεσκέπαστη Βούρβουρ. Συνών. ἀναμαζεύω Α 2, ἀναμαζώνω Α 2, συγυρίζω. 3) Ἐνταφιάζω, θάπτω Κύθηρ.: Τὸν ἀναπαρώσαμε τὸν δεῖνα. Συνών. θάφτω, κηδεύω 4) Καθαρίζω, ἐπὶ ἀγροῦ καθαιρομένου ἀπὸ τοὺς λίθους Πελοπν. (Λάκων): θὰ πάω ν᾿ ἀναπαρώσω τὸ χωράφι μου. 5) Ἰδιοποιοῦμαι, σφετερίζομαι Πελοπν. (Βουρβουρ) Τ’ ἀναπάρωσε. Συνών. φρ. κάνω δικό μου. β) Μεσ. γίνομαι ἄφαντος (ἐκ χρήσεων, ἐν αἷς τὸ ἀναπαρώνω ἐλέγετο παθητικῶς ἐπὶ πράγματος ἐξάφανιζομένου διὰ τοῦ σφετερισμοῦ) Κύθηρ. : ᾿Αναπαρώθηκε ὁ δεῖνα. 6) Εἰρων. ἐκβάλλω ἐκ τοῦ μέσου, φονεύω Πελοπν. (Λάκων. Μάν.): Ὁ γιˬατρὸς τὸν ἀναπάρωσε τὸν δεῖνα (συνετέλεσεν εἰς τὸνθάνατόν του ἐκ κακῆς διαγνώσεως τῆς νόσου) Λάκων. Τοῦ ᾽δωκε μιˬὰ καὶ τὸν ἀναπάρωσε αὐτόθ. ‖ ᾎσμ. Ὁ Φλεβάρις κιˬ ἂ φλεβίσῃ, | καλοκαίρι θὰ μυρίσῃ, εἴτε καὶ ξεγαϊδουρίσῃ, | τοὺς γέρους ἀναπαρώνει καὶ τὰ γαϊδούριˬα κοκκαλώνει Μαν. Συνών. ἀποτελε͜ιώνω, ξεκάνω, σκοτώνω, συγυρίζω, χαλνῶ 7) ’Αμτβ. ἀναπαύομαι Πελοπν. (Δημητσάν): Γνωμ. Μάθε τέχνη κιˬ ἀναπάρωνε (διότι θὰ τύχῃ κἄποτε νὰ ὠφεληθῇς ἀπ᾽ αὐτήν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA