βραδε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραδε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βραδε͜ιὰ ἡ, βραδεῖα Ζάκ Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Πελοπν. (Λακων.) βιραδεῖα Καλαβρ. (Μπόβ.) βραδε͜ιὰ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) βααδε͜ιὰ Σαμοθρ. βραδὰ Μακεδ. (Βλάστ. Κοζ.) βραδέα Ἤπ. (Χιμάρ.) Κορσ. Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. βραδεῖα θηλ. τοῦ ἐπιθ. βραδύς.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἑσπέρα κοιν. : Ὡραία - ἀνοιξιˬάτικη - καλοκαιριˬάτικη-χειμωνιˬάτικη βραδε͜ιὰ κοιν. ‖ Φρ. Ὁ δεῖνα δὲν ἔχει βραδε͜ιᾶς δεῖπνο (εἶναι πενέστατος) Πελοπν. (Φεν.) Δὲν ἔχει βραδε͜ιᾶς ἁλάτι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μεσσ.) Συνών. βραδε͜ιανὸς 2, βράδυ 1. 2) Ἡ νὺξ καὶ ἰδίως ἡ ἀρχὴ αὐτῆς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.): Φεγγαρόλουστη-δροσερὴ-ὡραία βραδε͜ιὰ. Ἐλάτε νὰ περάσουμε μαζὶ τὴ βραδε͜ιά. Περάσαμε μιˬὰ πολὺ εὐχάριστη βραδε͜ιὰ κοιν. Ἀφέγγαρη βραδε͜ιὰ Λακων. ‖ Φρ. Ἀπόψε εἶν᾽ ἡ βραδε͜ιὰ μας (ἀνήκει εἰς ἡμᾶς νὰ τὴν διαθέσωμεν κατ’ ἀρέσκειαν) σύνηθ. || Ἆσμ. Ἀνεστορήσου τσοὶ βραδε͜ιὲς καὶ τσοὶ νυχτιˬὲς θυμήσου, ἁποὺ κανταδωρίζαμε, μικρή μου, ᾽ς τὴν αὐλή σου Κρήτ. β) Ἡ νὺξ ὁλόκληρος κοιν. καὶ Καλαβρ.(Μπόβ.) : Ἔχω δυˬὸ βραδε͜ιὲς νὰ κλείσω μάτι-νὰ κοιμηθῶ. Ἔμεινα ᾿ς τὸ σπίτι τους μιὰ βραδε͜ιὰ - τρεῖς βραδε͜ιὲς κοιν. Μιˬὰ βραδε͜ιὰ χουρτάρ’ ἔχ’ν τὰ πρόβατα (ὅσον ἀρκεῖ νὰ φάγουν μίαν νύκτα) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καλὴν βραδεῖα (καλὴ νύκτα) Μπόβ. || Παροιμ. Ὁ λαγὸ τὴ βραδεῖα γβαίνει ᾿ς τὴν καμπία αὐτόθ. 3) Ἐπιρρηματ., δι᾽ ὁλόκληρον τὴν νύκτα ἢ ἁπλῶς τὴν νύκτα, κατὰ τὴν νύκτα πολλαχ. : Τὸ πῆρε βραδε͜ιὰ πολλαχ. ᾎσμ. Ἐγ’ ὤμνωξα τσ’ ἀγάπης μου βραδε͜ιὰ νὰ μὴ ξωμείνω, μὰ μιˬὰ βραδε͜ιὰ τῆς ξώμεινα, μιˬὰ νύχτα, μιˬὰν ἑσπέρα Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/