βραδε͜ιανὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδε͜ιανὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βραδε͜ιανὸς ἐπιθ. Ἰων. (Κρήν.) Λέσβ.-ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 17 βραδνὸς ὁ, Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Σταυρ. Χαλδ.) βραδενὸς Πόντ. (Κοτύωρ.) βραδνὸν τό, Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βραδε͜ιὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ανός.
Σημασιολογία
1) Ἑσπερινὸς Ἰων. (Κρήν.) Λέσβ. -ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. : Βραδε͜ιανὰ τραγούδιˬα ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἀρσ. καὶ οὐδ. οὐσ., ἡ ἑσπέρα Ἰων. (Κρήν.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Σταυρ. Χαλδ.) : ᾌσμ. Ὅντα βραδυˬάσ’ ὁ βραδε͜ιανός καὶ μπαίνῃ νὰ νυχτώνῃ, μαζώνουνταὶνε νὰ μὲ φάν τὰ δάκρυα κ’ οἱ πόνοι Κρήν. Ἐβράδυνεν κι ὁ βραδνὸν κιˬ ὅλ᾿ ἔαν τὰ φωτίας Κοτύωρ. Ἐβράδυνεν ὁ βραδνὸν κ’ ἐβούτεσεν ὁ ἥλεν Χαλδ. Συνών. βραδε͜ιὰ 1, βράδυ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA