ἀναπαταγώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαταγώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπαταγώνω, ἀναφταώνου Στερελλ. (Αἰτωλ. Βιτριν. κ. ἀ.) Μέσ. ἀναφταγώνομαι Λεξ. Αἰν. ἀναφταώνομαι Ἰθάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. παταγώνω.
Σημασιολογία
1) Προξενῶ εἴς τινα τρόμον, καταπλήσσω Στερελλ. (Αἰτωλ. Βιτριν. κ. ἀ.): Πῆγις κιˬ ἀναφτάουσις τὰ πιδιˬὰ Αἰτωλ. Ἔπισαν λύ’ κέ ἀναφτάουσαν τὰ πράματα αὐτόθ. ᾿Αναφταώθ᾿καν τὰ πρόβατα ἀπ᾿ τοὺν ἥσκιˬου αὐτόθ. Ἀναφταώθ’καν οἱ κόττις ἀπ΄ τοὺ γιρά’ αὐτόθ. ᾿Αναφταώθ’κι οὕλους οὑ κόσμους μ᾿ αὐτεῖνα π᾿ γένουντι αὐτόθ. Τί εἶσι ἀναφταουμένους; αὐτόθ. Συνων. κατατρομάζω, τρομάζω. Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. αἰσθάνομαι τρόμον, καταπλήσσομαι, καταπτοοῦμαι Στερελλ (Αἰτωλ.)-Λεξ. Αἰν.: ’Αναφτάουσι τοὺ πιδὶ Αἰτωλ. 2) Μεσ. τρέπομαι εἰς φυγήν, ἐξαφανίζομαι Ἰθάκ.: Μὲ τὸ κλαbάνισμα ἀναφταωθήκανε τὰ ψάριˬα (κλαbάνισμα=ταραχὴ τῶν ὑδάτων τῆς θαλάσσης δι᾿ οἱουδήποτε μέσου). Τι’ πάθατε ποῦ ἀναφταωθήκατε; β) Ἀνησυχῶ, ἐπὶ κυνῶν ὑλακτούντων Στερελλ. (Αιτωλ.) ’Απόψι ἀναφταώνουντι τὰ σ’λλιά, κἄτ’ κακὸ τρέ’ ’ς τοὺ χουριˬό. γ) Μένω ἄναυδος ἀπὸ τὰ κλάματα Στερελλ.: ᾿Αναφταώθη τοὺ πιδί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA