ἀναπαταχλὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαταχλὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναπαταχλὴ ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. παταχλὴ<πάταχος=πάταγος.
Σημασιολογία
Θόρυβος : Ἅμα ἀκούσῃ ἀναπαταχλὴ φεύγει. Ἀναπαταχλή μᾶς ἔκαμαν. Ἀναπαταχλή δὲν ἀκούεται (ὑπάρχει ἄκρα ἡσυχία). Συνών. παταχλή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA