ἀχάριστος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχάριστος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχάριστος ἐπίθ. (ΙΙ) Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαριστός<χαρίζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ χαρισθείς, ὁ μὴ δωρηθείς: Ἔφερε δῶρα, μὰ τά ᾿χει ἀκόμα ἀχάριστα. 2) ᾿Ενεργ. ὁ μὴ χαρίζων τι, ὁ μὴ φιλότιμος: 'Αχάριστος, οὔτε στάχτη δὲ σοῦ δίνει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA