ἀρίου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρίου
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρίου Τσακων. Προστ. ἆρε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. αἴρω. ᾿Ιδ. ΜΔέφνερ Λεξ. Τσακων 52.
Σημασιολογία
Λαμβάνω, παίρνω: ᾿Αρίου γουναῖκα (παίρνω γυναῖκα, ὑπανδρεύομαι) Ἆντζε ὰν ἀμοσκά σι ἕνα κοϊθίνι (ἐπῆρε εἰς τὴν ἀμασκάλην του ἕνα κοφίνι) || Φρ. Νά νιˬ ἄρῃ ὁ διˬάβολε! (νὰ τὸν πάρῃ ὁ διάβολος!) Ἆντζε τάνου σι (ἐπῆρε ἐπάνω του, ἀνέλαβε δυνάμεις). Νὰ μή νιˬ ἀρίτσερε τάνου ντι (νὰ μὴ τὸ παίρνῃς ἐπάνω σου). Ἆντζε τοὺρ ἐψιˬού σι (ἐπῆρε τὰ μάτια του, ἔφυγε). Ἆντζε ἐφύντζε (ἐπῆρε ἔφυγε, ἐτράπη εἰς φυγήν). Συνών. παίρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA