βραδούτσικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραδούτσικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βραδούτσικο τό, Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Κάρπ. Πόντ. (Ἰνέπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ ἐπιθ. βραδούτσικος.

Σημασιολογία

Ἡ ἑσπέρα ἔνθ’ ἀν. : ᾌσμ. Ἕνα βραδὺ βραδούτσικο, ἕνα βραδὺ βραδάκι, ἤπεσα ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, ὕπνο λίγο νὰ πάρω Κάτω Παναγ. Ἕνα βραδὸ βραδούτσικο, ἕνα Σαββάτο βράδυ ἕναν πουλλὶ ἀποὺ ψηλὰ κελάηδανε καὶ λέει Ἰνέπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/