βράδυˬασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράδυˬασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βράδυˬασμα τό, σύνηθ. βράδσμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) βράδγμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βραδυˬάζω.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἐπέλθῃ ἡ ἑσπέρα ἔνθ’ ἀν. : Περιμένει τὸ βράδυˬασμα νὰ βγῇ. Ἔφυγε μὲ τὸ βράδυˬασμα-ἀπάνω ᾿ς τὸ βράδυˬασμα σύνηθ. Συνών. βραδίνιˬασμα, βραδυˬασμός, βράδωμα. 2) Ἑσπερινὸν φαγητόν, δεῖπνον Εὔβ : ᾎσμ. Ἀρνὶ νά ᾽ναι τὸ γιˬόμα της κιˬ ἀρνὶ τὸ δειλινό της καὶ τὸ καλό της βράδυˬασμα κριάρι σουβλισμένο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/