βραδυνέσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδυνέσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραδυνέσκω Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βραδύνω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -έσκω.
Σημασιολογία
1) Βραδυάζω : Ἔφτασα κοντὰ’ς τὸ χωριό, ὅταν ἄρχισε νὰ βραδυνέσκῃ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βραδυˬάζω 3. 2) Ἀργοπορῶ : Πολὺ βραδυνέσκει σὲ 'φτούνη τὴ δουλε͜ιά. Καὶ μετβ. : Μὴ μὲ βραδυνέσκῃς, γιˬατὶ βιˬάζομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA