βραδύνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραδύνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βραδύνω (Ι) λόγ. σύνηθ. βραdύν-νω Ἀπουλ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. βραδύνω.
Σημασιολογία
Πράττω τι βραδέως, ἀργοπορῶ, καθυστερῶ ἔνθ᾽ ἀν. : Ἐβράδυνε πολὺ νὰ γυρίσῃ. Μὴ βραδύνετε σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA