ἄριστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄριστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄριστα ἐπίρρ. λογ κοιν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἄριστα βαθμοῦ ὐπερθετικοῦ.
Σημασιολογία
1) Πολὺ καλά, ἔξοχα (ἡ λ. εἶναι τῆς γλώσσης τῶν σχολείων καὶ γραφομένη ἐπὶ τῶν ἐνδεικτικῶν τῶν σπουδῶν, τὰ ὁποῖα δίδονται εἰς τοὺς μαθητάς, φανερώνει τὸν ἀνώτατον βαθμὸν τῆς προόδου αὐτῶν): Δίνω ἄριστα (ἐπὶ τοῦ βαθμολογοῦντος διδασκάλου). Παίρνω ἄριστα (ἐπὶ τοῦ βαθμολογουμένου μαθητοῦ). Εἶναι πολὺ καλὸς μαθητὴς καὶ τοῦ ἀξίζει ἄριστα. Πβ. μετρίως, καλῶς, λίαν καλῶς. 2) Οὐσ., ὁ βαθμὸς ἄριστα κοιν.: Ὁ δεῖνα τὸ πῆρε τὸ ἄριστα μὲ τὸ σπαθί του. Ἔχω πέντε ἄριστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA