ἀναπέλπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπέλπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναπέλπιστος ἐπίθ. ἀναπόρπιστος Κρήτ. ἀνεπόλπιστος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ συμφύρ. τῶν ἐπιθ. ἀνέλπιστος καὶ ἀπέλπιστος. Τὸ ἀνεπόλπιστος καὶ μεσν. Πβ. Θυσ. ᾿Αβραὰμ στ. 195 (ἔκδ. ‘E Legrand Biblioth. 1,269) «βοηθᾶτε ’ς τ’ ἀνεπόλπιστον, δοῦλοι, καὶ μαζωχτῆτε».
Σημασιολογία
Ἀπροσδόκητος: Ἤτον ἕνα bρᾶμα ἀναπόρπιστο. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Θυσ. ᾿Αβραὰμ στ. 1069 (ἔκδ. ‘ELegrand Biblioth 1,269) ἔνθα περὶ τοῦ ἐπιρρ. «…τὸ γλυκὺ μαντᾶτον ποῦ ᾿πεμψες ἀνηπόλπιστα καὶ ξαφνικὰ ’ς τὴν Σάρρα». Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀνανάμενος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA