ἀναπεταρίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπεταρίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναπεταρίκι τό, Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἀναπιταρί’ Θεσσ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. Σκόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ ἀναπετάριν καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίκι. Πβ. Χρον.Μορ. Η στ. 6047 (ἔκδ. JSchmitt) «τἁ ὀμμάτια ἐσφούγγισεν μὲ τὸ ἀναπετάριν» (μέρος τι τῆς ἀμφιέσεως).
Σημασιολογία
1) Εἶδος γούνας, τὴν ὁποίαν ἐφόρουν παλαιότερον ἐρριμένην ἐπὶ τῶν ὤμων χωρὶς νὰ περνοῦν τὰς χεῖρας διὰ τῶν χειρίδων Πελοπν. (Μεγαλόπ.) 2) Ἐπιρρηματ., χωρὶς νὰ περάσῃ τις τὰς χεῖρας διὰ τῶν χειρίδων Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ.Σκόπ: Βάζου- φουρῶ τοὺ φόριμα ἀναπιταρί’ Μακεδ. Συνών. ἀναρριχτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA