βράκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βράκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βράκα (Ι) ἡ, κοιν. βαάκα Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. βράκα. Ἰδ. Διόδωρ Σικελ. 5,30 «χρῶνται.. ἀναξυρίσιν, ἅς ἐκεῖνοι βράκας προσαγορεύουσι».
Σημασιολογία
1) Εἶδος εὐρείας πολυπτύχου περισκελίδος, διαφόρου κατὰ τόπους, περιδενομένης εἰς τὴν ὀσφὺν μὲ βρακοζώνην καὶ ἐξικνουμένης συνήθως μέχρι τῶν γονάτων κοιν. : || Φρ. Ἔχεσε τὴ βράκα του (ἐπὶ μεγάλου φόβου ἢ χαρᾶς) Κρήτ. 'Èν ξέρει νὰ δήσῃ τὴν βράκα του (ἐπὶ ἀδαοῦς) Κύπρ. 'Èν ἔει ἔξω 'ποὺ τὴν βράκαν ποῦ φορεῖ (ἐπὶ πένητος) Κύπρ. (Λεμεσ.) Πουνάτσαν ἔχει ἡ βράκα του (ἐπὶ τοῦ φοροῦντος τὴν βράκαν εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ σχηματίζῃ ὄπισθεν εἶδος οὐρᾶς) Μεγίστ. Συνών. βρακὶ 1, κόφα. β) Γυναικεία περισκελὶς Θήρ. Κίμωλ. Ρόδ. Σίφν. 2) Πανταλόνι ἀνδρικὸν Κρήτ. Μακεδ. 3) Ἐσώβρακον Θήρ. Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA