ἀναπετῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπετῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναπετῶ Μεγίστ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ (Τραπ. κ. ἀ.)-Λεξ. Κομ. Δεέκ ἀνεπετῶ Καρπ. Κιμωλ. Α.Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Σίφν. Σῦρ ᾿νεπετῶ Κάρπ. Κίμωλ. Κῶς Νίσυρ. Ροδ. ἀναπιτοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀμπετῶ Συμ. ἀμπετάζω Χίος Μες. ἀναπετε͜ιέμαι Α’Εφταλ. Μαζώχτρ. 41 ΣΝικοκάβ. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολίδ. 272
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀναπετῶ, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναπετάννυμι=ἀναπτύσσω, ἀνοίγω, ἁπλώνω. Περὶ τῆς συγκοπῆς εἰς τοὺς τύπ. ἀμπετῶ καὶ ἀμπετάζω ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 43 (1931) 70 κἑξ. Τὸ ἀμπετάζω διὰ τὸν ἀόρ. ἀμπέτασα ἢ ἀμπέταξα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα ἀγόρασα-ἀγοράζω, χάραξα-χαράζω κττ.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανίπταμαι, πετῶ Μεγιστ Πόντ. (Τραπ, κ. ἀ.)-Λεξ. Κομ. Δεέκ Παροιμ. Ἡ μερμήκα ᾽ντας θὰ χᾶται, φέρ᾽ φτερὰ κιˬ ἀναπετᾷ (τὸ μερμήγκι ὅταν πρόκειται νὰ χαθῆ, ἀποκτᾷ πτερὰ καὶ πετᾷ. Ἐπὶ τοῦ καταστρεφομένου ἐν τῇ ἀκμῇ του ἢ ἐπὶ ἀνθρώπου προπετοῦς καὶ αὐθάδους βλάπτοντος ἑαυτὸν μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῦ ἐπιτυχόντος τι πολλῆς βλάβης πρόξενον εἰς τὸν ἴδιον) Τραπ. β) ᾿Ενεργ. καὶ μες. ἀνίσταμαι ἀποτόμως, ἀνατινάσσομαι, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων Νίσυρ. κ. ἀ.-Α᾿Εφταλ. ἔνθ᾽ ἀν. ΣΝικοκάβ. ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αναπετάχτηκε ἀπὸ τὸ κρεββάτι ΑΕφταλ ἔνθ’ ἀν.ǁᾎσμ. Ἀναστενάζω τρέμ’ ἡ γῆς καὶ ᾿νεπετᾷ τὸ χῶμα, ποῦ θράφην εἰς τὰ σκοτεινὰ τὀ θλιβερόν μου σῶμα Νίσυρ.-Ποίημ. Ἀναπετε͜ιέται ὁλόρθο, τὴν πεδιάδαν ἀνανταριˬάζει μὲ φωνὴ ποῦ σκιˬάζει ΣΝικοκάβ. ἔνθ’ ἀν. 2) Κινῶν τὰς πτέρυγας προσπαθῶ νὰ πετάξω Πελοπν. (Μάν.) ᾎσμ. Μιˬὰ πέρδικα ἀναπετᾷ καὶ ἀναπεταρίζει. Συνών. ἀναπεταρίζω 1, πεταρίζω, φτερουγίζω. 3) ᾿Αναπαρίσταμαι, ἐμφανίζομαι Κύθν. : Ὁ δεῖνα ἀνεπετᾷ ᾿ς τὰ μάτιˬα μου (ἀναπαρίσταται ἡ εἰκών του εἰς τὴν φαντασίαν μου). 4) Ἀνασκιρτῶ Σίφν.: Ἠνεπέταξε ἀπὸ τὴ χαρά του. 5) Φεύγω τάχιστα, ἐξαφανίζομαι Μύκ. Σίφν. Σῦρ ’Ανεπέτασε ὁ δεῖνα Σῦρ. Ἀνεπέτασεν ἡ σκούπα ἀπο μπροστά μου αὐτόθ. ᾿Απομέσα ἀπὸ τὸ σύρμα ἠνεπέτασε τὸ μαχαιράκι Σιφν. ’Ανεπετᾷ τὸ ζωντανὸ (κλεπτόμενον ἐξαφανίζεται) Μύκ. ǁ Φρ. Ὤ, ποῦ ν᾿ ἀνεπετάξῃς! (νὰ ἐξαφανισθῇς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς! ᾿Αρὰ) Σιφν. Συνών. ἀναλήφομαι(ἰδ. ἀναλήφω 2), ἀναφταώνομαι (ἰδ. *ἀναπαταγώνω 2), συνών. φρ. γίνομαι ἄφαντος. β) Ἐξαντλοῦμαι ταχέως Σῦρ.: Πότε ἀνεπετᾷ ἡ ζάχαρι! γ) ᾿Αποθνήσκω Κίμωλ : Ν’ ἀπομείνῃ τ’ ὄνομά μου κ’ ἐγὼ νὰ ᾽νεπετάσω! Συνών. ἀναπαύομαι (ἰδ. ἀναπαύω Β 2), πεθαίνω. 6) Συσπῶμαι νευρικῶς Κάρπ. Κρήτ. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ) Μεγιστ. Ρόδ.: ᾿Ανεπετᾷ τ᾽ ἀμάτι μου Κρήτ. ᾽Ανεπετοῦν τὰ μάτιˬα μου Καρπ. ᾿Νεπετᾷ τό μ-μάτι μου Κῶς. Συνών. ἀναπεταρίζω 2, ἀναπετάρω, παίζω. 7) ᾿Ανασύρω τὰς χειρίδας διὰ νὰ εἶμαι εὔθετος πρὸς ἐργασίαν Σύμ.: Ἀμπέτασε! Συνών. ἀνασκουμπώνομαι (ἰδ. ἀνασκουμπώνω). 8) Ρίχνω στάχυα εἰς τὸ ἁλώνι Χίος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA