βρακοζώνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρακοζώνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρακοζώνι, τό, βρακοζώνιν Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) βρακοζώνι σύνηθ. βρακοζών’ Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) βρακουζώνι Μεγίστ. βρακουζούνι Ἄθ. Ἀθῆν. (παλαιότ.) - Λεξ. Δημητρ. βρακουζώ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βρακουζού’ Θεσσ. βρακοντζώνι Σίφν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βρακοζώνι. Ἰδ. Πεντάτ. 423 (ἔκδ. Hesselling). Παρὰ Δουκ. καὶ τύπ. βρακοζούνιν.
Σημασιολογία
Βρακοζώνα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ κόπηκε - τοῦ λύθηκε τὸ βρακοζώνι σύνηθ. || Φρ. Τοῦ ’δωσε τοῦ παιδιˬοῦ του ἕνα βρακοζώνι χωράφι (πολὺ ὀλίγον) Πελοπν. (Ἦλ.) || Ἔ’ ὁ -ύλ-λος βρακοζώνιν; (ἐπὶ τοῦ αἰτοῦντός τι παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος) Κύπρ. || ᾎσμ. Ἐγώ ’χω σίδερο σπαθί, σίδερο βρακοζώνι Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA