ἀναπλάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπλάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπλάνω, παθ. ἀναπλάσκουμαι Πόντ (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. πλάνω, δι᾿ ὃ ἰδ. πλάθω.

Σημασιολογία

Παθ. πλάττομαι, δημιουργοῦμαι: Αἴνιγμ ’Σ ὀρμάν’ ἐγεννέθα, ᾿ς ὄρμάν’ ἐνεπλάστα κιˬ οὑντὰν ἐκατῆβα, οὕλ’ ἐντῶκαν ἐμε ἀπ᾿ ἕναν πάτσαν (εἰς τὸ δάσος ἐγεννήθην, εἰς τὸ δάσος ἐπλάσθην καὶ ὅταν κατέβην ἐνν. κάτω εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὅλοι μὲ ἐκτύπησαν άπ’ ἕνα μπάτσο Τὸ κόσκινον) Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/