ἀρκᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρκᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρκᾶτος ἐπίθ. Εὔβ. (Κύμ. Ὄρ.) Ζάκ. Ἤπ. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Οἰν. Σουδεν.) κ.ἀ. ἀρκᾶτους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) κ.ἀ. Θηλ. ἀρκάτ’σσα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν ἐπίθ. ἀρκᾶτος (τοξότης), ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. arcatus.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπηλλαγμένος οἰουδήποτε βάρους, ὁ ἄνευ οἱασδήποτε ἀποσκευῆς, εὔζωνος, συνήθως ἐπὶ πεζοπόρου Εὔβ. (Κύμ. Ὄρ.) Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Μακεδ (Βελβ. Καταφύγ.) Μεγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Οἰν. Σουδεν.) κ.ἀ.: Ἔρχομαι-περνῶ-πηγαίνω ἀρκᾶτος Καλάβρυτ. Λακων. Οἰν. Ὄρ. Σουδεν κ.ἀ. Περνάει ἕνας διˬαβάτης ἀρκᾶτος Μεγαρ. Δὲ θὰ πάρου μ’λάρ’, θὰ πάου ἀρκᾶτους Ἤπ. Συνών. ἀζάτης 2. 2) Θηλ., ἡ ἐλευθέρα μητρικῶν φροντίδων, ἡ μὴ ἔχουσα βρέφος πρὸς θηλασμὸν Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): Εἶμι ἀρκᾶτα ἢ ἀρκάτ’σσα Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/