ἀρκετὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκετὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρκετὸς ἐπίθ. κοιν. ἀρκιτὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀρτσετὸς πολλαχ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀρκετός.
Σημασιολογία
1) Ἀποχρῶν, ἐπαρκής, οὐχὶ ὀλίγος κοιν.: Εἶναι ἀρκετὸς καιρὸς που δὲν τὸν εἶδα. Ἦταν ἀρκετὸς κόσμος 'ς την ἐκκλησία. Περάσανε ἀρκετὲς γυναῖκες. Ἔχομε ἀρκετὸ κρασὶ νὰ περάσωμε τὴ χρονιˬά μας. Ἔχει ἀρκετὰ χρήματα κοιν. β) Οὐδ. ἀρκετὸ οὐσ., τὸ ὅσον χρειάζεται, τὸ προσῆκον Λεξ. Δημητρ.: Ἔφαγες τὸ ἀρκετό σου. 2) Ἱκανὸς, Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Κάρυστ.) Θήρ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Μυκ κ.ἀ. -Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ.: Δὲν εἶμαι ἀρκετός, δὲν εἶμαι ἄξιος Θήρ. Εἶσαι ἀρκετὸς νὰ τὸ πιῇς; αὐτόθ. ᾿Εγὼ δὲν ἤμουν ἀρκετὴ νὰ τοῦ κάμω τὸ ψωμί του Κίμωλ. Δὲν ἦταν ἀρκετοὶ νὰ πάρ᾿ τὰ μισὰ ὁ ἕνας (ἐδείχθησαν ἀνίκανοι πρὸς διανομὴν) Μύκ. Δὲν ἐστάθη ἀρκετὸς νὰ τὸν ἐμποδίσῃ Περίδ. Μὰ ἐγὼ εἶμαι ἕνας δράκως κ᾿ ἐσὺ παιδάριˬο, τὰ βάζεις μετὰ μένα; μὰ σὰν εἶσαι ἀρκετός, ἔλα μέσα ’ς τὴν κάμαρα τοῦ παλαθιˬοῦ νὰ παλέψωμε (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. Ἄν εἶσ’ ἀρτσετὸς τσαὶ πάς τσαὶ νικήσ’ς τὸ κάστρο τσαὶ πάρ᾽ς τσοὶ γυναῖτσες, ἐτότε bορεῖ νὰ σὲ κάμουνε γαbρὸ (ἐκ παραμυθ.) Μύκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA