βρακοποκάμισο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρακοποκάμισο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βρακοποκάμισο τό, Ἄθ. Πελοπν. (Γορτυν.) βρακοπουκάμισο Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Οἰν.) Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρακὶ καὶ ποκάμισο.
Σημασιολογία
1) Βρακὶ καὶ ὑποκάμισον ὁμοῦ Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Οἰν.) Σῦρ. - Λεξ. Αἰν.: Δίνω ᾽ς τὴν κόρη μου προῖκα δέκα βρακοπουκάμισα Οἰν. 2) Πληθ., τὰ ὑπὸ τῆς νύμφης εἰς ἕκαστον τῶν συγγενῶν τοῦ γαμβροῦ διδόμενα δῶρα, συνιστάμενα δὲ εἰς χιτῶνα, περισκελίδα καὶ μανδήλιον Πελοπν. (Γορτυν.) 3) Ἐσώρουχον τῶν μοναχῶν ἀναπληροῦν τὸν χιτῶνα καὶ τὸ ἐσώβρακον Ἄθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA