γεροδιάβολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροδιάβολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροδιάβολος ὁ, πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ) γεροδιˬάβουλους Μακεδ. (Λακκοβ.) γιρουδιˬάβουλους βόρ. ἰδιώμ. γεροδιάολος ἐνιαχ. γιρουδιάουλους Στερελλ. (Αἰτωλ.) δεροδιάολος Ρόδ
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐς διάβολος.
Σημασιολογία
1) Κυριολ., διάβολος οἱονεὶ γηραιὸς καὶ πολὺπειρος, ὡς ὁ λαὸς φαντάζεται τὸν ἀρχηγὸν τῶν δαιμόνων πολλαχ.: Ὁ γεροδιˬάολος πῆγε μιὰ μέρα κ᾽ ηὗρε το γεροθεὸ καταπιˬασμένο σὲ σοβαρὴ δουλε͜ιὰ Γ. Βλαχογιάνν., Γῦροι ἀνέμ., 41. Φρ. Νὰ πᾷς ᾽ς τὸ γεροδιˬάβολο (ἀρὰ) Πελοπν. (Τσιτάλ.) Ἄι μου ᾽ς τὸ γεροδιˬάβολο (ὁμοίως) Πελοπν. (Κοπαν.) Ἄι ᾽ς τοὺ γιρουδιˬάβουλου (ὁμοίως) βόρ. ἰδιώμ. Ἄι μουρὲ γιρουδιˬάουλι, φέρ᾽ τοὺ κλειδὶ κάτ᾽! (πρὸς παιδίον δύστροπον) αὐτόθ. ǁ ᾌσμ. Δέσπουτα τοῦ Δαμαλᾶ, | δίχως νοῦ, δίχως μυˬαλά, τὰ μικρὰ δέν ἤθελες, | τὰ μεγάλα γύρευες! Κούνα, γεροδιάβολε, | τὸ βρωμαραπόπουλο! Κρήτ. Ἠ παππᾶς ἀπ᾽ τὴ Δαμαλᾶ | οὔτι γνώσ᾽ οὔτι μυˬαλά τὰ μικρὰ δὲν τά ᾽θιλι, | τὰ μιγάλα γύριβι. Τραύα γερουδιˬάβουλου, | κούνα κὶ τοὺ διˬάβουλου! Μακεδ. (Λακκοβ.) β) Ζῷον δυσπειθὲς καὶ κακότροπον Ἴος: Ἄ, dὲ γεροδιˬάολε (προτροπὴ εἰς πεισματικὸν ζῷον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA