γεροδοῦλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροδοῦλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροδοῦλος ὁ, Χ. Χροστοβας., Ν. Ἑστ. 12 (1932), 63.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐς. δοῦλος.

Σημασιολογία

Δοῦλος, ὑπηρέτης γέρων: Ἀκούοντας τὸ ρώτημα τοῦ βασιλιˬᾶ του, ὁ γεροδοῦλος τοῦ ἀπάντησε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/