ἀρκιμπούζι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρκιμπούζι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρκιμπούζι τό, ἀμάρτ. ἀρκοbούζι Κρήτ. ἀρκοβούζι Κρήτ. ἀρκιμποῦζο Λεξ. Βλαστ. ἀρκιbοῦζο Ζάκ. κ.ἀ. ἀρκουbοῦζο Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. archibugio, παρ’ ὃ καὶ archibuso καὶ arcobugio. Πβ. GMeyer Neugr. Stud. 4,13.
Σημασιολογία
Πυροβόλον ὅπλον, τουφέκι ἔνθ’ ἀν.: Ἄσμ. Κ’ ἐκε͜ιὰ τὸ dριγυρίσανε σὰν ἑκατ’ ἀρκοbούζιˬα κιˬ ἀπάνω dου μοdάρανε κ᾿ ἐβάλα dον ’ς τὴ γιˬούργιˬα (περὶ τοὺς ἑκατὸν ἄνδρες φέροντες ἀρκοbούζια) Κρήτ. Νὰ βάσταα καὶ ᾿ς τὸν ὦμο μου παλληκαριˬῶ ἀρκιbοῦζα, νὰ βάσταα καὶ ’ς τὴ ζώνη μου γερόντων κλαδευτήριˬα Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA