βρακούλλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρακούλλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βρακούλλης ἐπίθ. Ἀμοργ. Εὔβ. (Ὄρ.) Κύθν. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) βρακού’ς Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θηλ. βρακούλλα Ἀμοργ. Ἄνδρ. Β.Εὔβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βρακὶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούλλης.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων λευκὸν ἢ διάφορον τοῦ λοιποῦ τρίχωμα περὶ τὰ σκέλη. Συνών. βρακᾶτος 3, βρακουλλᾶτος, βρακουλλός 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA