ἀχειροτόνητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχειροτόνητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχειροτόνητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀχειροτόνητος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μήπω χειροτονηθείς, ἐπὶ ὑποψηφίου κληρικοῦ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ δαρείς: Κἀνένα δὲν ἄφησε ἀχειροτόνητο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/