βρακωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρακωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βρακωτὸς ἐπίθ. πολλαχ. βρακουτὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρακώνω

Σημασιολογία

1) Ὁ βρακοφόρος πολλαχ.: Βρακωτοὶ κάνουν μπάνιˬο Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βρακᾶτος 1, ἀντίθ. ἀβράκωτος 1, ξεβράκωτος. 2) Ἐπὶ πτηνοῦ, τὸ φέρον πτίλωμα μέχρι τοῦ κάτω ἄκρου τῆς κνήμης Μακεδ. (Βογατσ. Κοζ.) κ.ἀ.: Βρακουτὸς πιτ’νός. 3) Ὁ βαδίζων βραδέως καὶ ὑπερηφάνως, ἐπὶ ἀνθρώπου Μακεδ. (Βογατσ.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/