ἀνάπλῳρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνάπλῳρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀνάπλῳρος ἐπίθ. πολλαχ. ἀνέπλουρους Σάμ. ἀνέbλουρους Σαμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. πλῴρη.

Σημασιολογία

1) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., ὁ ἀπὸ τῆς πρῴρας πνέων πολλαχ.: Ἄνεμος ἀνάπλῳρος. 2) Ὁ ἔχων ἀνασηκωμένην, ἀνυψωμένην τὴν πρῷραν εἴτε ἐκ κατασκευῆς εἴτε ἐκ τῆς μετατοπίσεως τοῦ ἕρματος πρὸς τὴν πρύμνην Σάμ. : Καΐκι ἀνέπλουρου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/