βράσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βράσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βράσα ἡ, Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) βράα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βρά Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἔβρασα ἀορ. τοῦ ρ. βράζω.

Σημασιολογία

1) Ἡ νόσος εὐλογία (κατὰ προσωποποίησιν γυνή, ἡ ὁποία ἀοράτως περιερχομένη προσβάλλει τὰ παιδία) ἔνθ᾽ ἀν.: Βρά καλέσσα (ἀκίνδυνος) Κερασ. Βρά κακέσσα (θανατηφόρος) αὐτόθ. Φρ. Ἡ βρά βράζει (ἐπιδημεῖ λίαν θανατηφόρος) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βλογιˬὰ 9. β) Πληθ. τὰ βράσας, τὰ ἐξανθήματα τῆς εὐλογίας Πόντ. (Κερασ.): Τὰ βράς ἔβρασαν ἀπάν’ ἀτ’ (ὑπερεπληρώθη τὸ σῶμά του ὑπὸ τῶν ἐξανθημάτων). 2) Ἡ οὐλὴ τοῦ ἐξανθήματος τῆς εὐλογίας Πόντ. (Χαλδ.): Τὸ πρόσωπον ἀτ’ γομᾶτον βράσας ἔν᾿. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βλογιˬὰ 9β, ἔτι δὲ βλογιˬοκομμά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/