ἀχερεˬῶνας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχερεˬῶνας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχερεˬῶνας ὁ, ἀχυρεˬῶνας Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) Ἤπ. Μύκ. ἀχιˬουρεˬῶνας Εὔβ. (Κύμ. ᾽Οξύλιθ.) Πελοπν. (Γελίν. Κορινθ. Μάν.) - Λεξ. Δημητρ. ἀχερεˬῶνας Ἤπ. Καππ. (᾿Αραβάν.) Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Κόκκιν. Κορινθ. Μεσσ. Οἰν. Παππούλ. Πύλ.) - Λεξ. ᾿Ελευθερουδ. ἀχυρεˬῶνα ἡ, Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Καππ. (Σινασσ.) Πελοπν. (Κορινθ. Μάν.) Στερελλ. (᾽Αράχ.) Τῆν. Τσακων. - Λεξ. ’Ελευθερουδ. ἀυρεˬῶνα Καππ. (Ἀνακ. Φερτ.) ἀχιˬουρεˬῶνα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Εὔβ. (Κύμ.) Μέγαρ. ἀχερεˬῶνα Βιθυν. (Κατιρλ.) Εὔβ. (Ὄρ.) Ἤπ. (Πρέβ.) Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Μεσσ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) - Λεξ. Δημητρ. ἀρχεῶνα Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχερο καὶ τῆς καταλ. -εˬῶνας. ᾿Αποθήκη ἀχύρων, ἀχυρὼν ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Στραβὸς βελόν’ ἐγύρευε μέσα ’ς τὸν ἀχερεˬῶνα (ἐπὶ τῶν ἀναζητούντων δυσεύρετα) Ἤπ. Στραβὸς βελόνι ἔχασε μέσα ’ς τὸν ἀχερεˬῶνα καὶ ὁ κουφὸς τοῦ ἔλεγε ἐδῶ κοντὰ βροντάει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κατιρλ. Δυˬὸ γάιδαροι μαλώνανε σὲ ξένο ἀχερεˬῶνα (ἐπὶ τῶν διαμφισβητούντων πράγματα ξένα πρὸς ἀμφοτέρους. Ἡ παροιμία ἐν παραλλαγαῖς πολλαχ.) 'Ανδρίτσ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀχεραποθήκη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA