βρασίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρασίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρασίλα ἡ, Ἤπ. (Ζαγόρ.) - Λεξ. Βλαστ. 361 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βράσι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίλα.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Βράσις Ἤπ. (Ζαγόρ.): Κόπ’κιˬ, ἡ βρασίλα ᾿ς τ᾽ μέσ᾽. 2) Ὑπερβολικὴ θερμότης, καύσων Λεξ. Βλαστ. 361 Δημητρ. 3) Ζύμωσις, ἐπὶ ποτοῦ οἰνοπνευματώδους Λεξ. Δημητρ.: Ἡ βρασίλα τοῦ μούστου. Β) Μεταφ. 1) Σφρῖγος σωματικόν, ὀργασμὸς Λεξ. Δημητρ.: Ἡ βρασίλα τῆς νεˬότης. 2) Ἔξαψις, ἐρεθισμὸς Λεξ. Δημητρ.: Τὸν βρῆκα ἀπάνω ’ς τὴ βρασίλα του κιˬ ἀπόφυγα νὰ τοῦ μιλήσω. Πβ. βράσι, βρασιˬά, βράσιμο, βρασίος, βράσμα, βρασμός, βράστη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA