ἀνάποδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάποδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάποδα ἐπίρρ. κοιν. καὶ Ποντ (Κερασ.) Τσακων. ἀνάπουδα βόρ. ἰδιώμ. ἀνάπουδα Ἀπουλ. ἀνάποτα ᾿Απουλ. Ἤπ. (Δρόβιαν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνάποα Κάρπ. ἀνάπουα Καρπ. τανάποδα Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν.(Τριφυλ.) ἀνάπουδας Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάποδος Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Διὰ τὸν ἔναρθρον τύπ. τανάποδα, καθὼς καὶ τανάσκελα, ταπίστομα, ταποταχύ, ταποτώρᾳ κτὁ., ἰδ. Γ’Αναγνωστόπ. ἐν ’Αθηνᾷ 34 (1922) 211.
Σημασιολογία
1) Μὲ τοὺς πόδας πρὸς τὰ ἄνω καὶ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω ἢ μὲ τὴν βάσιν καὶ τὴν κορυφὴν ἀντεστραμμένας κοιν. : Βασιῶ τὴν ἐφημερίδα-τὸ βιβλίο ἀνάποδα. ᾿Επεσε τὸ τραπέζι ἀνάποδα. Βάζω ἀνάποδα τὸ καζάνι-τὸ ποτήρι-τὴ σκάφη κττ. κοιν. Τοὺν ἰκριμάσανι ἀνάπουδα Σάμ. Ἡ γρία ἀρχίνησε νὰ κρησαρίζῃ κάτου ἀπὸ τὸ δέντρο μὲ τὴν κρησάρα ἀνάποδα (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Τοὺν ἔσφαξαν κὶ τοὺ κιφά’ τό ’βαλαν ἀνάπουδας (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. ǁ Φρ. Τὸ παίρνω ἀνάποδα (τὸ παρεξηγῶ) Ἤπ. κ. ἀ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Πορτ. Συνών. *ἀνακούκουλλα 1, ἀνακούρκουδα 3,ἀνάστροφα, κατακέφαλα. 2) Πρὸς τὰ ὀπίσω, ὀπισθοβατικῶς, ἐπὶ βαδίσματος Ἀθῆν. Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) κ. ἀ. : Περπατῶ ἀνάποδα ᾿Αθῆν. Λαστ Πρατῶ ἀνάποdα Ἀπουλ. β) Λοξῶς Λεξ. Πρω : Γιˬατί περπατεῖς ἀνάποδα σὰν τὸν κάβουρα; 3) Κατ’ ἀντίστροφον διεύθυνσιν ἤ φορὰν κοιν. καὶ Τσακων.: Ὁ μύλος-ἡ ρόδα γυρίζει ἀνάποδα. Τὸ παιδὶ ἔρχεται ἀνάποδα (κατὰ τὸν τοκετὸν προβάλλουν ἐκ τῆς μήτρας τὰ πόδια καὶ οὐχὶ ἡ κεφαλὴ) κοιν. Σαρώνω ἀνάποδα (ἀπὸ τῆς θύρας πρὸς τὴν ἑστίαν) Θρᾴκ. (᾿Αλμ. Μάλγαρ.) Γεννημένος ἀνάποδα (μὲ τοὺς πόδας πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ὄχι μὲ τὴν κεφαλὴν ὡς εἶναι φυσικὸν) Λάκων. ǁ Φρ. Γεννήθηκε ἀνάποδα (ἐπὶ τοῦ κακοῦ καὶ διεστραμμένου) Κυκλ. Τοῦ ’βγαλε τὴν ψυχὴ ἀνάποδα (οὐχὶ ἐκ τοῦ στόματος, ἀλλ’ ἐκ τῶν κάτω, ἤτοι τὸν ἐβάσανισε πολύ). Μοῦ βγῆκε ἡ ψυχὴ ἡ πίστι ἀνάποδα (ἐβασανίσθην, ἐταλαιπωρήθην) κοιν. Εἶναι γεννημένος ἀνάποδα (ἐπὶ τοῦ δυστρόπου) Σῦρ. (Ἐρμούπ.) κ. ἀ. Τὰ λέει ἀνάποδα (οὐχὶ κατὰ τὴν ὁρθὴν σειρὰν, ἀλλ᾿ ἀντίστροφα, ἀνακατωμένα, ἤ γριφωδῶς, ἐν γένει οὐχὶ ὀρθῶς) ᾿Αθῆν. κ. ἀ. Κάνω τὸ σταυρό μου ἀνάποδα.’ (ἐπὶ παραδόξου ἀκούσματος) Ἑρμούπ. κ. ἀ. Θὰν τἀ πάρῃ τανάποδα (δὲν θὰ τὰ πάρῃ ποτὲ) Αὐλωνάρ Κονίστρ. 4) Ἀντιθέτως, τἀνάπαλιν Ἤπ.: Παροιμ. Ἀποὺ ρόδου βγαί’ ἀγκάθ’ κιˬ ἀνάπουδα πά’. β) Ἀπεναντίας, τοὐναντίον, ὄχι! ἐπὶ ἐντόνου ἀρνήσεως (ἡ σημ. ὡρμήθη ἐκ τῆς ἀνωτέρω φρ. θάν τὰ πάρῃ ἀνάποδα=ποτὲ) Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μεγίστ. (Μῆλ.) Πελοπν. Σῦρ (Ἑρμούπ.) κ. ἀ.: Θὰ μοῦ φέρῃς ένα φόρεμα;-Ἀνάποδα! Θὰ κάμῃς ταξίδι;-Ἀνάποδα! Πελοπν. Κἄμποσα ἐκέρδισες!-Ἀνάποδα. Μεγίστ. Σοῦ ᾽δωτσε τὰ λεφτὰ ποῦ τὸν ἐδάνειτσες;-Τανάποδα! Αὐλωνάρ. Κονίστρ. 5) ᾿Εκ τῶν ὄπισθεν Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Πὄν ἤτανε κἀνεὶς νὰ τόνε πιˬάσῃ νὰ τοῦ κόψῃ ἀνάποδα τὴν gεφαλή του! (πὄν=ποῦ δὲν). 6) Οὐχὶ ἐκ τῆς κυρίας ὄψεως, ἀλλὰ ἐκ τῆς ἀντιθέτου, τῆς ἀντεστραμμένης κοιν. : Ἔβαλε-φόρεσε τοίς κάλτσες-τὸ ροῦχο ἀνάποδα. Συνων. ἀνάγυρα 1, ἀνάστροφα. 7) Κατ’ ἀντίστροφον θέσιν Σύμ. Ἀνάποδά ᾽βαλες τὰ παπούτσια σου (τὸ δεξιὸν εἰς τὸ ἀριστερὸν πόδι καὶ τἀνάπαλιν). 8) Εἰς θέσιν ἢ στάσιν ἀνοίκειον, οὐχὶ εὔσχημον ᾿Αθῆν. Πόντ. (Κερασ.) Σάμ. Σύμ. Χίος : Τί κάθεσαι ἔτσι ἀνάποδα; Ἀθῆν. Ἀνάποδα κάεται καὶ ᾽ἐν τὸ κάμνει καλά Συμ 9) Ἀκαταλλήλως, ἀδεξίως Θρᾴκ. (Αἴν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Σύμ. κ. ἀ. :Ἀνάποδα κάνεις τοίς δουλε͜ιές σπυ Λακών. Ἀνάποδα ἔπιˬασι τὴ δ᾿λε͜ιὰ Θρᾴκ. (Αἶν.) ǁ Φρ. ᾿Ομπρὸς κιˬ ὀπίσω ἀνάποδα (ἐπὶ ἀνικάνου ἢ ἰδιοτρόπου καὶ εἰς οὐδὲν ἔργον τηροῦντος τὴν προσήκουσαν τάξιν) Ἤπ. Συνών ἀνάζερβα Β1 ζερβά, ἀντίθ. δεξιˬά. 10) Οὐχὶ κατ᾽ ἐπιθυμίαν καὶ εὐχήν, ἀλλ᾿ ἀντιξόως κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ.): Μοῦ ’ρθαν ἀνάποδα οἱ δουλε͜ιές. Τοῦ ᾽ρχονται-τοῦ πάνε ὅλο ἀνάποδα (ἐνν. οἱ δουλε͜ιὲς) κοιν. Ἡ δουλεία ἔρθεν ἀνάποδα Κερασ. ǁ Φρ. Ὅσο μπρὸς ἀνάποδα (ἐπὶ ἐκείνου τοῦ ὁποίου ἡ κατάστασις διαρκῶς χειροτερεύει) Παροιμ ΙΒενιζέλ.2 230,783. ᾎσμ. Μοῖρα μου, σὰν μ᾿ ἐμοίρασες ἤσουνε μεθυσμένη κ᾿ ἔμοίρασές με ἀνάπουα, ἀναθεματισμένη! Κάρπ. Συνών. ἄβολα 2, ἀβόλετα 2, ἀνάζερβα Β2, ἀναμπάμπουλα 2, ζαβά, κακότυχα, ἀντίθ. βολικά, δεξιˬά. β) Κατὰ τρόπον τοιοῦτον, ὥστε νὰ προξενηθῇ βλάβη Μακεδ (Χαλκιδ.): Ἔπισι ἀνάπουδα κ᾽ ἔσπασι τοὺ πουδάρι τ’. 11) Κακῶς, συνήθως ἐν συνεκφ. μετ᾽ ἄλλων συνων. ἐπιρρ. πολλαχ Φρ. Κακά, ψυχρὰ κιˬ ἀνάποδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA