βρασματόχωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρασματόχωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρασματόχωμα τό, ἀμάρτ. βρασματόχουμα Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βράσμα καὶ χῶμα.

Σημασιολογία

Ἄργιλλος λευκὴ χρήσιμος πρὸς ἐξουδετέρωσιν τῆς ὀξύτητος τοῦ γλεύκους καὶ τῶν οἴνων. Συνών. μουστόχωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/