γεροκολασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροκολασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεροκολασμένος ὁ, ἐπίθ. σύνηθ. γιρουκουλασμένους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ γερο- καὶ τοῦ κολασμένος, μετοχ. τοῦ ρ. κολάζω.
Σημασιολογία
Γέρων κακὸς καὶ διεφθαρμένος σὐνηθ.: Βρὲ τὸ γεροκολασμένο, τί πῆγε κ᾽ ἔκαμε! σύνηθ. Ἄκου ν᾽ ἀκούσῃς τί τοὺς ἐσκάρωσε ὁ γεροκολασμένος! Πελοπν. (Γαργαλ.) Διˬάκε τὴ Χώρα ὁ γεροκολασμένος νὰ bεκροπιῇ καὶ νᾶ γυρίζῃ μὲ τὶς πριμαdόνες! (διˬάκε τὴ Χώρα = μετέβη εἰς τὴν Χώραν, τὶς πριμαdόνες == χορευτρίας λαϊκῶν κέντρων) Πελοπν. (Παιδεμ.) Ἄκου τί λέει ὁ γεροκολασμένος! (ὕβρις) Πελοπν. (Βασαρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA