ἀχερίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχερίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀχερίζω Κύθηρ. Πελοπν. ('Ανδροῦσ.) ἀχυρίζω Πελοπν. (Μάν.) ἀχιˬουρίζω Αἴγιν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀχιˬουρίζου Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄχυρο.

Σημασιολογία

1) Δίδω εἰς τὰ ζῷα ἄχυρα ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αχερίζω τ᾿ ἄλογο-τὸ βόιδι κττ. ’Ανδροῦσ. ᾿Αχερίζω τὰ ζῷα Κύθηρ. 2) Δίδω εἰς τὰ ζῷα τροφὴν ἐν γένει Εὔβ. (’Οξύλιθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/