βραστερὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βραστερὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βραστερὸς ἐπίθ. σύνηθ. βραστιρὸς βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βραστὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ βράζῃ εὐκόλως, ὁ ψηνόμενος ταχέως, ἐπὶ ὀσπρίων σύνηθ.: Ἀρακᾶς βραστερός. Φάβα βραστερή. Φασόλιˬα βραστερά. Συνών. βλασερὸς 1, εὐκολόβραστος, καλόβραστος, καλόψανος, ἀντίθ. ἀνέψανος, κακόβραστος. 2) Ὁ ζέων Θρᾴκ. (Σκοπ.) κ.ἀ.: Βραστερὸ νερό. 3) Ὁ μόλις ἐξελθὼν τοῦ κλιβάνου, ὁ ἔτι λίαν θερμός, ἐπὶ ἄρτου Λεξ. Δημητρ. Συνών. βλασερὸς 2, ζεστός, καυτός. 4) Θερμός, ἐπὶ τόπου Ρόδ.: Βραστερὸ μέρος. 5) Ὁ μὴ αἰσθανόμενος ψῦχος, ἐκεῖνος ποῦ δὲν κρυώνει Ρόδ.: Βραστερὸς ἄνθρωπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/