γεροκονομῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροκονομῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γεροκονομῶ Σέριφ. – Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ. 1,244
Ετυμολογία
Ἐκ συμφυρμοῦ τῶν ρ. γεροκομῶ καὶ οἰκονομῶ.
Σημασιολογία
Γεροκομῶ 1, ὃ βλ. ἔνθ᾽ ἀν.: Οἱ γυναῖκες των, ὅσο ἤσανε νυφάδες, τὸν ἐγεροκονομάγανε καλὰ τὸ γέρο Μ. Λελέκ., ἔνθ᾽ ἀν. Τὰ παιδιὰ τ᾽ ἀγάπαγε πολύ. Λοιπὸν τῶν ἔδωσε ὅ,τι εἶχε, μὲ τὴν παρατήρηση νὰ τὸν γεροκομήσουν ὅσο ζῇ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA