βραστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βραστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βραστικός ἐπίθ. Κύπρ. βραστικὸ τό, Ἰκαρ. Κρήτ. Χίος.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. βραστικός.
Σημασιολογία
1) Θερμὸς Κύπρ.: ᾎσμ. Θέλει τὸ σπίτιν παστρικόν, | θέλει το νά ’ν’ ταὶ βραστικόν. Συνών. ζεστός. 2) Οὐδ. οὐσ., βραστάρι 1, ὃ ἰδ., Ἰκαρ. Κρήτ. Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA