ἀναποδογύρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναποδογύρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναποδογύρισμα τό, κοιν. ἀναποδοΰρισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀναπουδουγύρισμα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναποδογυρίζω.

Σημασιολογία

Ἀναστροφή, ἀνατροπή : Μὲ τὸ ἀναποδογύρισμα τῆς βάρκας βρεθήκανε ὅλοι ’ς τὴ θάλασσα. Μὲ τὸ ἀναποδογύρισμα του τραπεζιˬοῦ ξύπνισα. Συνων. ἀνακατωγύρισμα 1 ἀνακολωμός 1, ἀνακύλισι 1, ἀνακύλισμα1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/