βρασώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρασώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρασώνω Πόντ. (Χαλδ.) βραώνω Πόντ. (Κερασ.) Παθ. βρασοῦμαι Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βράσα.

Σημασιολογία

Μεταδίδω εἴς τινα τὴν νόσον εὐλογίαν. Παθ. προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς εὐλογίας. Μετοχ. βρασωμένος 1) Ὁ πάσχων ἐξ εὐλογίας. 2) Ὁ φέρων τὰς οὐλὰς τῶν ἐξανθημάτων τῆς εὐλογίας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βλογιˬάρις 1 καὶ βρασέας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/