γεροκρίθαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροκρίθαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροκρίθαρο τό, Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Μάν. Οἰν.) γεροκρίθαρος ὁ, Ἐστ. Ἀθην. 1, 233.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. κριθάρι.
Σημασιολογία
Κριθὴ φέρουσα στάχυν μεστὸν καὶ εὔρωστον ἔνθ. ἀν.: ᾎσμ. Νὰ κάμ᾽ ὁ Μάρτης τρία νερὰ κιˬ Ἀπρίλης ἄλλα δύο, νὰ ἰδῇς τοῦ Μάρτη τὰ κουκκιˬά, τ᾽ Ἀπρίλη τὰ σ᾽ταράκˬια, νὰ ἰδῇς τὸ γεροκρίθαρο πὼς στρίβει τὸ μουστάκι Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA